Όλοι, όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε τρεις βαθιές ανάγκες: να νιώθουμε αγαπητοί, να νιώθουμε αποδεκτοί και να νιώθουμε ασφαλείς. Κι όταν το περιβάλλον μας δεν μπορούσε να τις καλύψει όπως χρειαζόμασταν, κάναμε αυτό που κάνουν όλα τα παιδιά: προσαρμοστήκαμε. Φορέσαμε μάσκες. Καταπιέσαμε πλευρές μας. Πνίξαμε συναισθήματα. Δημιουργήσαμε έναν “καλύτερο” εαυτό για να είμαστε “αρκετοί” για τους άλλους.
Και έτσι γεννήθηκε ο ψεύτικος εαυτός.
Ο ψεύτικος εαυτός δεν είναι κακός. Είναι αποτέλεσμα της ανάγκης μας για επιβίωση. Είναι εκείνο το κομμάτι μας που έμαθε να διαβάζει τα βλέμματα, να καταλαβαίνει τι “πρέπει” να πει, πώς “πρέπει” να σταθεί, να φερθεί, να ζήσει. Είναι εκείνος που έκανε τα πάντα για να μην χάσει την αγάπη ή να μην βιώσει την απόρριψη.
Το πρόβλημα είναι πως αυτός ο εαυτός, όσο μεγαλώνουμε, γίνεται φυλακή. Γινόμαστε “σωστοί”, “καλοί”, “επιτυχημένοι” — αλλά μέσα μας νιώθουμε άδειοι. Γιατί δεν ζούμε τη ζωή μας· ζούμε έναν ρόλο.
Και σιγά-σιγά χάνουμε την επαφή με τον αυθεντικό μας εαυτό. Αυτόν που κάποτε ήταν αυθόρμητος, ευάλωτος, εκφραστικός. Που είχε ανάγκες, όνειρα, αλήθειες. Αυτόν που δεν προσπαθούσε να είναι κάτι — απλώς ήταν.
Η επιστροφή σ’ αυτόν τον αληθινό εαυτό δεν είναι εύκολη. Χρειάζεται θάρρος, επίγνωση, αποδοχή. Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε τις μάσκες που φοράμε, όχι για να τις κατηγορήσουμε, αλλά για να τις τιμήσουμε και να τις αφήσουμε.
Μόνο όταν αρχίσουμε να ζούμε από μέσα προς τα έξω — και όχι από έξω προς τα μέσα — μπορούμε να νιώσουμε πραγματική ελευθερία. Και μόνο τότε η ζωή αρχίζει να έχει βαθύ νόημα. Όχι γιατί επιτέλους μας αποδέχτηκαν οι άλλοι, αλλά γιατί επιστρέψαμε εκεί που πάντα ανήκαμε.